μουλί

μουλί
μουλί, τὸ (Μ)
το τέταρτο στομάχι μηρυκαστικών ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το αλβ. mulle ή με τον τ. μύλη «μύλος, μυλόπετρα». Κατ' άλλους, το μουλί προήλθε με κώφωση από *μυλίον (-υ- > -ου-) < μύλος με τη σημ. «όγκος στη μήτρα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Μαλδίβες — Νησιωτικό κράτος της νότιας Ασίας στον βόρειο Ινδικό ωκεανό, ΝΔ της Ινδίας.H Δημοκρατία των Μ. καταλαμβάνει το αρχιπέλαγος των μικρών νησιών στα ανοιχτά της βορειοδυτικής παραλίας του Nτεκάν. Kατά καιρούς δέχτηκε την επιρροή της Σρι Λάνκα, του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”